- εὐφόρβιον
- εὐφόρβ-ιον, τό,A spurge, Euphorbia resinifera, Dsc.3.82, Gal.13.270; freq. also, its resinous juice, S.E.P.1.93, Edict.Diocl.32.70.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐφόρβιον — spurge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορβίου — εὐφόρβιον spurge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφορβίῳ — εὐφόρβιον spurge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
euforbiáceo — ► adjetivo/ sustantivo femenino BOTÁNICA Perteneciente a una familia de plantas dicotiledóneas herbáceas o leñosas, de flores unisexuales y fruto seco, que por lo general contienen jugos lechosos, como el árbol del caucho y el ricino. * * *… … Enciclopedia Universal
euforbio — (del lat. «euphorbĭum», del gr. «euphórbion»; Euphorbia antiquorum) m. *Planta euforbiácea de la que se saca una resina utilizada como purgante llamada «gurbión». * * * euforbio. (Del lat. euphorbĭum, y este del gr. εὐφόρβιον). m. Planta africana … Enciclopedia Universal
γαλαζόχορτο — το το φυτό ευφόρβιον η λαθυρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλάζιος + χόρτο] … Dictionary of Greek
ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… … Dictionary of Greek
εφόλβιον — ἐφόλβιον, τὸ (Α) δ. γρφ., βλ. εὐφόρβιον … Dictionary of Greek
ιπποφαές — το (Α ἱπποφαές) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας ελαιαγνίδες αρχ. 1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον 2. το φυτό ιππόφαιστον 3. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φαές, ουδ. τού φαής < φάος, φῶς] … Dictionary of Greek
καρυΐτης — καρυΐτης, ὁ (Α) 1. αυτός που μοιάζει με καρύδι 2. φρ. «τιθύμαλλος καρυΐτης» το φυτό ευφόρβιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάλ. ίτης (πρβλ. γαλακτ ίτης, μελιτ ίτης)] … Dictionary of Greek
μυρσινίτης — ο (Α, αττ. τ. μυρρινίτης) 1. (για οίνο) αυτός που είναι παρασκευασμένος με μυρσίνη 2. φυτό ποώδες, πολυετές, αλλ. ευφόρβιον ο μυρσινίτης 3. είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. ίτης (πρβλ. μυρρ ίτης)] … Dictionary of Greek